- (α)γγίξιμο
- (α)γγίξιμοτο1. επαφή.2. πείραγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγίξιμο — και ’γγίξιμο, το [αγγίζω] επαφή, ψαύση … Dictionary of Greek